ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ಌ♥ڿڰۣ«ಌಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ

Απέραντη γαλήνη




Απέραντη γαλήνη
Φως διάχυτο
Ψυχής το δάκρυ στάζει
Στης αυγής την γέννα

Αγάπη που ξεχείλισε και
Χύνετε

Στο διάβα της
Στον κόσμο πάνω
Ανθισμένες πινελιές
Σε ασπρόμαυρο όνειρο

Σβήσε την πίκρα
Ζωγράφισε μου την
Χαρά
στα δύο σου μάτια

πάμε μαζί μακριά
όσο μπορείς για λίγο

μετά ξυπνάς

Γιορτή είναι μέρα .


Δεν είναι οι δρόμοι τα στενά
να τρέχουν τα μικρά παιδιά ?
Γιορτή είναι μέρα .

Δεν είναι οι δρόμοι για να βγουν
οι άνθρωποι για ψώνια ?
Γιορτή είναι μέρα

Ποιος έκανε το θάνατο
το μίσος για παιγνίδι
μες των παιδιών μας τις ψυχές?
Γιορτή είναι μέρα
Έτσι γεννιέται ό Χριστός
με γκλόπ και δακρυγόνα?

Έτσι θα έρχονται οι γιορτές
με πέτρες και φωτιές?
Εδώ και πέρα?

Του Ηρώδη απόγονοι θαρρείς
πως ψάχνουν να σκοτώσουν
Καρδιές αγνές αγγελικές
Ψυχές για να πληγώσουν.

Καρδιά μου


Άγγιξες τα χείλη της ψυχής μου

Στα δακρυσμένα ρόδα
χάθηκε κι η τελευταία ελπίδα
να υποκύψεις στον πειρασμό

Στο φύσημα του ανέμου
ο φευγαλέος σου λυγμός εχάθη

Το έκρυψαν τα μαλλιά σου
το δάκρυ που κύλησε καυτό

Απ τις οπές των ρούχων σου
σάρκα λευκή Βελούδο
μου γνέφει έλα

Δεν έπαψες να με κοιτάς
σκληρό ναρκωτικό μου

Του αθάνατου έρωτα
να ανοίγεις μονοπάτια
πάντα ζητάς

Καρδιά μου, πιάσε την ζωή
Όνειρο καν τη ξύπνα!

Αγγέλου ψίθυρος




Θαρρείς πως έστειλε ο θεός
την αύρα της καρδιάς του
Να ρθει στη γη και να γενεί
κομμάτι απ’ την καρδιά σου

Θαρρείς πως τα’άστρα πέσανε
και χτίσαν τα μαλλιά σου
Και δυό που ξεστρατίσανε
φωτίσαν τη ματιά σου

Θαρρείς πως απ’ το στόμα σου
τα λόγια μελωδία
Στο πέρασμα το σώμα σου
αιθέρια ευωδία

Αγγέλου ψίθυρος θαρρείς
πως βγαίνει απ την ψυχή σου
Κάθε φορά που μου μιλάς
με τη ζεστή φωνή σου

Πονώ




Πονώ

αθάνατης πηγής που θα ‘βρω το νερό.
να τρέξω να καθρεφτιστώ μήπως και δω
το δρόμο που οδηγεί στη λήθη

μήπως σκιρτήσει η ψυχή και πάψει
δάκρυ να πίνει για να ζει

Πονώ

ανθρώπου άγγιγμα να νοιώσω να χαθώ
στου έρωτα τη ζάλη
που θα ‘βρω τη ζεστή αγκαλιά
να κοιμηθώ
μήπως ξανά ονειρευτώ

τον πόνο να νικήσω

γιατί στ αλήθεια σ αγαπώ?

ΤΟ ΦΩΣ




Τι κι αν αργεί να φέξει
σαν θες να δεις το φως
κοίτα τον ήλιο που ανατέλλει απ την καρδιά σου

Μην τον ακούς αυτόν που γνέφει απ το σκοτάδι
είναι ένα ψέμα η αλήθεια είναι άλλη

ρώτα αυτόν που σ αγαπά και αγαπάς ,
όπου και να είναι όποιος και να είναι

και θα στην πει

το φώς αργεί
μα πάντα και το ποιό μικρό νικάει το σκοτάδι

Μην με ξυπνήσεις άλλο.


Το θέλησα για μια στιγμή να λησμονήσω
Το θέλησα να ανοίξω τα φτερά μου
λίγο αεράκι φύσηξε μες της ψυχής το δώμα
Κι απ’ των αγγέλων έφερε τα σπίτια
στάλες μικρές
και ακούμπησαν στο διάβα τους χορδές
του λογισμού μου

Λύθηκα πέταξα μακριά στον ζωογόνο ορίζοντα από πάνω
κι απλώθηκε η ψυχή μου
στάζοντας δάκρυα της χαράς και της ανάβασης
Χίμηξε πέρα κύλισε στου αθάνατου νερού του ποταμού την κοίτη
και πριν χυθεί
στο απέραντο της θάλασσας της λήθης το νερό
Άγγελοι δίπλα πέταξαν
φέρνοντας άρματα λευκά και γνέφανε ν’ ανέβει

τίναξε λίγο τα φτερά της και γύρισε και είδε
μες των αγγέλων τα’ άρματα μονάχα ένα
χρυσά και όμορφα υλικά και φωσφορίζων γκέμια
το φέρων το σκοτάδι

κι άγγελοι εχάθησαν στου απέραντου το φως
μακριά ακούς πολλές φωνές ωδή στο νου να πλέκουν
και η ψυχή μου σκίρτησε
αφέθηκε στου αθάνατου νερού τη μοναξιά
στο απέραντο της λήθης
ικέτευε για λίγο φως λίγη χαρά

Ξέκλεψε λίγη ψάχνοντας στου ορίζοντα την άκρη
εκεί στα μύρια κύματα στη θάλασσα της λήθης

Πρώτη φορά σηκώθηκε από τη γη πιο πάνω
δεν ξέρω αν είναι ο γυρισμός η το ξεκίνημα
σ’ ένα ταξίδι ονείρου
όμως εγώ νοιώθω καλά μην με ξυπνήσεις άλλο.

Εγώ θα σ αγαπώ


Εγώ θα σ αγαπώ κι ας πόνος μου έχεις γίνει
Κι ας χάνω ευχάριστες στιγμές στης
Μάχης σου τη δίνη
Κι αν είναι άραγε γραφτό να σε κερδίσω
Και τρέξουν δάκρυ
Τα δύο σου μάτια τα όνειρα εμένα θα μισήσω

ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΑΣ


Σαν σκέψη σου έμμονη γενεί να λείψεις
Κανείς να μην σε δει .
Σαν νοιώσεις πως μονάχος βρίσκεις
Ότι σού λειψε πολύ
Σαν βλέπεις γύρω σου μονάχα
Υποκρισία
Σαν θες ο άνεμος μαζί του να σε πάρει
Σαν μες τη νύχτα γνέφεις στ άστρα
Και θες για σπίτι σου να γίνει το φεγγάρι
Μονάχα τούτο φταίει
Πολύ αγαπάς

ΤΑΞΙΔΙ




Ήταν ανάγκη της ψυχής
και των ματιών μου θέλω.
Στα δυο σου μάτια να χαθώ
να νοιώσω ευδαιμονία
Απ’ του λαιμού σου τα άρωμα
να ζαλιστώ να φύγω
και των χειλιών σου τη δροσιά
να νιώσω τη λαγνεία
μα ήτανε δύσκολο πολύ
να είμαι κοντά σου
απόψε
Φωνή ανέμου ψίθυρος
μικρής ψιχάλας δάκρυ
Συννεφιασμένα μάτια μου
ο ήλιος σας εχάθει
και μες την πίκρα
έχασα τον κόσμο από τη νύστα
κι ευθύς ταξίδι έκανα
στου ονείρου σου την άκρη
να σ ανταμώσει η αύρα μου
να σε γευτεί το σώμα
Ψυχή μου ονείρου σκίρτημα
Σε βλέπω εδώ κοντά μου
Μέσα στη νύχτα ξύπνησα
Στ αλήθεια ήσουν κοντά μου

ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Γύρω της βούρκος λάσπη βροχή ξεπλένει την τελευταία σταγόνα από τα μάτια της
Σέρνετε πάει όλο μπροστά σηκώνεται και πέφτει δεν νοιάζεται που περπατά θέλει να φεύγει φεύγει
Είναι πρωί η ποιο νωρίς τα σύννεφα το κρύβουν
Δεν νοιάζεται
Για εκείνη δεν υπάρχει ώρα χθές αύριο
Βιάζεται
Υπάρχει κάτι είναι ένας λόγος από το στόμα του είναι δυό μάτια τα μάτια του
Ψάχνει να δεί όχι μπροστά .
Μες την ψυχή της
Ψάχνει να δει πως θα γεμίσει το κενό
Είναι ψηλά φτάνει στο στόμα της αέρας απ τη θάλασσα γεμίζει την ψυχή με παγωνιά
Ακούει μια λέξη για μιας ζωής ολόκληρης το τέρμα
Αντίο συγχώρα με έτσι είναι η ζωή
Μες το μυαλό σταμάτησε ο χρόνος θαρρείς πως πάγωσε ή πως θα αλλάξει η ζωή της.
Ίσως δεν άκουσε καλά , μα όχι το ακούει πάλι της είπε αντίο
Σταμάτησε πια δεν μπορεί να προχωρά πάνω στα βράχια
Ατενίζει το χάος .
Κλείνει τα μάτια ,κάπου βαθιά στον ουρανό σαν μια κορνίζα ένα χαμόγελο όλο δροσιά .
Όχι για εκείνη έχει παγώσει της λείπει φως και ζεστασιά
Είναι κι ο ήλιος.
Βγήκε φοβισμένος και κοιτά μέσα απ’ τα σύννεφα κάπου κλεφτά περνά από πάνω της καμιά αδέσποτη αχτίδα
Κλαίει ξανά και είναι τα δάκρυα θολά απ το χώμα , έχει κουράγιο αργά αργά το σώμα της σηκώνει πάει μπροστά όσο μπορεί να προχωρά θέλει να φεύγει φεύγει
Κάτι γυαλίζει θέλει να δει και σκύβει
Μα δεν αντέχει πέφτει ένα παλιό και άχρηστο κομμάτι από καθρέφτη
Κοιτάει μέσα την σπασμένη της εικόνα .σιγά σιγά με τα κομμάτια της ενώνει την μορφή της
Χαμογελά όχι σπασμένα ένα χαμόγελο χωρά μες το γυαλί
Τυφλώθηκε τα μάτια της αντίκρισαν τον ήλιο
Πρώτη φορά τον είδε από το πρωί
Είδε και αίμα λίγο δίπλα από τα χείλη
Που τριγυρνά έχει δουλειά κι η μάνα της τα’ αδέρφια της οι φίλες της και το μικρό γατάκι πόσο πονούν τους είπε αντίο
Πως θα γελούν όταν ξανά την αντικρύσουν βγήκε στο δρόμο ξέρει που πάει
Βλέπει μονάχα μπρος της.
Πίσω το χθες θα το ξεχάσει πονά στο στήθος της μα πάλι θα περάσει
Μακριά αντίκρισε το σπίτι της κλαίει απ τη χαρά της
Νοιώθει τη ζέστη τα φιλιά νοιώθει την αγκαλιά της
Γεμάτη ανθρώπους με καρδιά γεμάτη και η καρδιά της

Τ’ ΑΝΕΜΟΥ ΌΝΕΙΡΟ


Πέταξα πήρα τ’ ανέμου όνειρο
και το έκανα στα χέρια μου πεταλούδες
πήρα σταγόνες απ’ τα σύννεφα και ξεδίψασα .

Άνοιξα τις πύλες εκεί στον ήσυχο ήλιο
και μπήκε το φώς άπλετο μες το μυαλό μου
Κι έμεινε εκεί και με θαμπώνει

Πέταξα πήγα μακριά
στην άκρη των ονείρων και των πεταμένων αναμνήσεων
Κι άπλωσα πάνω απ’ τον κόσμο τα φτερά μου

Ήτανε όλα αυτά που θες κρυμμένα ξέρεις πού?
Πάνω σε κείνη τη μικρή ακτή
εκείνη που φεγγίζει στο σκοτάδι
και σαν την ψάχνεις χάνεται μα φαίνεται ξανά αλλού

Εκείνη που σου μοιάζει και μου μοιάζει
και ζητά μέσα στη νύχτα που πουλάν φωτιές
να κάψει όλα τα’ άφθαστα τα μύρια τα μεγάλα τα όλα δόξα και μαυρίλα
.
Εκείνα που συχνά είναι μπροστά σου και σου γνέφουν
εκείνα που σε κλείνουν σε ένα κύκλο
και σαν δουν πως πας στο χάος φεύγουν

Κι ύστερα πιο εκεί πολύ κοντά
ένας μικρός χορταριασμένος κήπος
και στη μέση χαμηλά πίσω απ’ τα χόρτα μια μονάχα .

Σαν νεράιδα σε χορό μασκέ η μαργαρίτα
θαρρείς πως κρύβει ότι απέμεινε στη φύση απ’ τη χαμένη ομορφιά

Πέταξα πήγα εκεί που του ουρανού τα χείλη
ακουμπούν τη γη κι ανθίζουνε
λουλούδια χίλια

εκεί που της νύχτας το δάκρυ ξεδιψά νεράιδες
κι άλλα τέτοια ξωτικά και νύφες

κι έσκυψα και ξεδίψασα κι εγώ

κι έκλαψα ,έκλαψα πολύ σαν το παιδί, και σαν μπορείς κλάψε και συ
κι άσε το δάκρυ σου να τρέξει,
να πέσει εκεί και να ποτίσει την ξερή την έρμη γή

ν’ ανθίσει μη χαθεί.


ΜΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ

Στου λογισμού και της καρδιάς
τα απέραντο ταξίδι
Σε αισθάνομαι να προσπαθείς
στη λήθη να με ρίξεις

Θαρρώ φοβάσαι να με δεις
μην τύχει και ξυπνήσει
Έρωτα λάγνο σκίρτημα
και μέσα δεν αντέξεις

Να πολεμά το είναι σου
με κόντρα την καρδιά σου
Να κρύψει την αγάπη σου
να πνίξει την μιλιά σου

Κάν την απέραντη σιωπή
δικό σου φίλο αν θες
Πάρε το δρόμο που οδηγεί
μακριά απ την καρδιά σου

Μα κι αν λυγίσεις μην σκεφτείς
το ίδιο έχω κάνει
Για μένα ήτανε αρκετό
να νοιώθω πως υπάρχεις
Μες το μυαλό μου ανάμνηση ,
ελπίδα για να ζω
Μυστικοί χτύποι καρδιάς
Γλυκιά προσμονή ώσπου να ξαναρθείς
Να ξεχειλίσουν τα μάτια σου έρωτα
Να τρέμουν τα χείλη στο φιλί

Γλυκά να μ’ ανταμώσεις
με κάθε κομμάτι του κορμιού σου
Ν α αγγίξεις τις ψυχής μου τα πλήκτρα
Σε περιμένω

ΈΡΩΤΑ

Έρωτα μου όπλο μυστικό
Κανείς ποτέ δεν θα σε δει
Αόρατος απρόσμενος θα κουβαλάς
Αγάπη

Ακούγεται πως φέρνεις δάκρυ
Πόνο .Τι ψέμα !
Έρωτας όνειρα χαρά
και ευτυχία

Η προδοσία η απανθρωπιά
μην ειν’ του έρωτα ?
Ποτέ .Ειν των ανθρώπων

κρύβουν θαρρείς την γύμνια τους
την έκπτωση καρδιάς
πίσω απ’ του έρωτα το πάθος

Γιατί ειν’ το πνεύμα τους φτωχό
κι ο λογισμός τους στείρος
εγωιστές τυφλοί και υλιστές

Οχι εγώ δεν θέλω, δεν θα πάρω
ρομαντικός θα μείνω
για να ζήσω.

ΣΕ ΘΕΛΩ

Πέρασες και με χάιδεψε
η αύρα της ματιάς σου
Σα να μου μίλησε η ζωή
με φίλησε η αγάπη
Του λογισμού ψιθύρισε
τον έρωτα η καρδιά σου

Χέρια ανταμώνουν σύντομα
και λεν όσα δεν είπαν
τα κλειδωμένα χείλη μας
τα φοβισμένα μάτια
απεγνωσμένα χτύπαγε
είναι η καρδιά κομμάτια


Γλυκιά μου απόδραση έλα
το χρόνο ας σταματήσουμε
Ας ζήσουμε το τώρα

Ανέβα τη σκάλα της σιωπής
προχώρα λίγα βήματα
και δες μες την καρδιά μου
Θαρρείς πως δεν ακούστηκε
του ερωτά σου ο πόνος?

Μίλα μου χαμογέλασε
αυτή η στιγμή μας φέρνει
καρδιά επάνω σε καρδιά
γλυκά θεϊκά μου χείλη
τα χείλη μου να σε γευτούν
προσμένουνε σε θέλω

Κι ας μείνεις μια ανάμνηση
Βαθιά στη θύμηση μου

ΕΡΩΤΑΣ

Πάνω στην ανοιχτή σου παλάμη
άρχισα να ζωγραφίζω με το σώμα μου
τις νότες του έντονου και ευχάριστου διαλλείματος
μιας καθημερινής ζωής

Πάνω στον κορμό της λεμονιάς
έπεφτε η σκιά της καρδιάς σου
στο ασημένιο φως του ψεύτικου φεγγαριού
που φώτιζε ένα γύρο πάνω σε κάποιο
τσιμεντένιο κατασκεύασμα

Κάπου κοντά ο αέρας άνοιξε μάχη
με κάποιο πεσμένο αντικείμενο
που από τον ήχο του έμοιαζε με τενεκέ
σε λίγο άφησε το θύμα του και άρχισε να χτυπά
με μανία τα παντζούρια του σπιτιού μας

Πάνω στον τοίχο κάποιο έντομο θέλοντας
να αντικρίσει το λιγοστό φως της λάμπας
παίζει τη ζωή του κορώνα γράμματα

Ψηλά από τις κορυφές των δένδρων
κρυφοκοιτούσε κάποιο αστέρι
προσπαθώντας να μας φωτίσει
για να δει καλύτερα

Στο νου μου βαθειά είχαν γίνει όλα ένα
Φως ,δροσιά, χαρά ,μουσική,
είχαν στήσει ένα πρωτόγνωρο χορό
που μ’ έκανε μετά από λίγο
να νοιώσω τη γη να χάνεται
χωρίς να πάψω ούτε στιγμή να πιστεύω
πως είμαι ευτυχισμένος

Εκεί έξω ο αέρας και η βροχή άρχισαν το τραγούδι
πατώντας τα πλήκτρα της μουσικής
που δεν ήταν τίποτε άλλο από αδέσποτες σταγόνες
που χτυπούσαν πάνω στην λαμαρίνα της στέγης
στον ίδιο ρυθμό με τις καρδιές μας


Καμιά φορά όταν ο ήλιος αγγίζει το χάος
όταν τα σύννεφα κλαίνε που φεύγει η μέρα
Όταν τα, απόβραδο φυσά μ’ ένα γλυκό αεράκι
Τότε θυμάμαι τα μάτια σου και νοσταλγώ
την ομορφιά την αγάπη τη ζεστασιά τη ζωή που είναι γεμάτα

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Ήταν η μέρα απ’ αυτές που φως περίσσιο σε θαμπώνει
Κι ζέστη σου πυρώνει ρούχα και όψη κι ο ιδρώτας ζωγραφίζει
Ψυχές μικρούλες που πετούν τριγύρω

Ήταν της μέρας η απλοχεριά να έχω μια τέτοια μέρα δίπλα μου
ένα απ ’εκείνα των ανθρώπων τα μικρά τα κύματα που λάμπουν
Και σαν ζεσταίνετε το σώμα θέλει αέρα θέλει σκιά
μα σαν σου καίγεται η καρδιά μονάχο βάλσαμο το κύμα .
Αυτό που ο κλήρος έλαχε να πέσει

Πήγαινε ερχόταν και κάθε τόσο λικνιζόταν στο μικρό και αδύνατο
Αεράκι που κλεφτά περνούσε
Και σαν τα χείλη τέντωνε γελούσε και ο κόσμος ήταν μοναχά ένα βλέμμα
ένα χαμόγελο τα δυο τους μια ψυχή κι αυτή η ψυχή ο κόσμος όλος

Και η ομορφιά που ανέβαινε ανάμεσα σε σκόνη και ανθρώπους
σαν καπνός.
Μπόρεσε κι έσβησε την αναμμένη την βαριά καρδιά, και κάπου φώναζε σε τόνο κάποιου γλυκού και όμορφου μινόρε .
Πονώ μα είναι γλυκός ο πόνος
Απ’ την φωτιά του έρωτα είναι απ’ το κύμα εκείνο των ανθρώπων το μικρό
Κι εκείνο έλαχε σε μένανε να πέσει

Ο ύμνος της αγάπης

Αν τις γλώσσες των ανθρώπων
λαλώ και των αγγέλων,
αλλά αγάπη δεν έχω,
έχω γίνει χαλκός που ηχεί
ή κύμβαλο που αλαλάζει.
2 Και αν έχω προφητεία
και ξέρω τα μυστήρια όλα
και όλη τη γνώση,
και αν έχω όλη την πίστη,
ώστε όρη να μετακινώ,
αλλά αγάπη δεν έχω,
τίποτα δεν είμαι.
3 Και αν δώσω για τροφή
όλα τα υπάρχοντά μου
και αν παραδώσω το σώμα μου,
για να καώ,
αλλά αγάπη δεν έχω,
τίποτα δεν ωφελούμαι.
4 Η αγάπη μακροθυμεί,
συμπεριφέρεται με χρηστότητα η αγάπη,
δε ζηλεύει, η αγάπη δε μεγαλοκαυχιέται,
δε φουσκώνει από υπερηφάνεια,
5 δε συμπεριφέρεται άσχημα,
δε ζητά τα δικά της, δεν παροξύνεται,
δε λογίζεται το κακό,
6 δε χαίρει για την αδικία,
συγχαίρει όμως στην αλήθεια.
7 Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει,
όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
8 Η αγάπη ποτέ δεν πέφτει.
Είτε όμως προφητείες, θα καταργηθούν.
είτε γλώσσες, θα πάψουν.
είτε γνώση, θα καταργηθεί.
9 Γιατί μερικώς γνωρίζουμε
και μερικώς προφητεύουμε.
10 Όταν όμως έρθει το τέλειο,
το μερικό θα καταργηθεί.
11 Όταν ήμουν νήπιο, λαλούσα σαν νήπιο,
φρονούσα σαν νήπιο, λογιζόμουν σαν νήπιο.
όταν έγινα άντρας,
κατάργησα τα νηπιακά πράγματα.
12 Γιατί βλέπουμε τώρα
μέσα από κάτοπτρο αινιγματικά,
τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο.
τώρα γνωρίζω μερικώς,
τότε όμως θα γνωρίσω καλά
καθώς και γνωρίστηκα καλά.
13 Τώρα λοιπόν μένουν:
πίστη, ελπίδα, αγάπη. τα τρία αυτά.
Μεγαλύτερη όμως από αυτά είναι η αγάπη.

Α ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ

ΠΑΡΑΠΟΝΟ?




Σ αυτούς η αγάπη τους αγχώνει και τους προκαλεί ανία
Σ αυτούς που την αγάπη θεωρούν αδυναμία.
Δεν θα καταθέσω την ψυχή μου. Τα δάκρυα μου ίσως μα όχι για πάντα

Γιάννης Παππάς

ΘΑΡΡΕΙΣ ΠΩΣ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΣΟΥ


Ανέμου αντάμωμα θαρρείς πως είναι τούτο
με της βροχής σταγόνες πάνω στα φύλλα
να χτυπούνε

Και συ στην ζεστασιά να νανουρίζεις την αγάπη
Και συ στην ζεστασιά να νοσταλγείς
από τις χαρές σου που περάσαν

Και του μυαλού σου η φούρια
να μην σ’ αφήνει να διαλέξεις
τι θάθελες να ξαναδείς και τι μπορείς

Και είν’ τ όνειρο μεγάλο ζωντανό
κι αν δε σε ρίξει η νύστα σ’ ένα κόσμο άλλο ,
θαρρείς πως είσαι ευτυχισμένος ,

Θαρρείς πως όλα είναι δικά σου
κι αν όχι πως θα γίνουν .
θαρρείς πως τρέχει από τα χείλη σου
πηγής κρυστάλλινο νερό.

Και ξεδιψώ στου ήλιου το μεσούρανο την κάψα
Κι ακούω εκείνη την γλυκιά την μουσική
στου λογισμού μου το περπάτημα
Από τα φύλλα που αεράκι τα γυρνά και του νερού
χτυπήματα πάνω σε λείες πέτρες και τα χόρτα

Θαρρείς στα μάτια σου πως βγήκανε τα’ αστέρια
Κι εκεί πιο πάνω είναι η νύχτα η λουσμένη το φεγγάρι
Πάνω στα μαύρα σου μαλλιά.

Κι ο χτύπος της καρδιάς σου είναι κι αυτός
των αηδονιών παράπονο γλυκό
θαρρείς πως είναι η αγκαλιάσου, στερνό λιμάνι, ξενιτεμού
το τέρμα ,και βάλσαμο σε ότι πονά και κυνηγά τη νοιώτη μου

Αφιερωμένο σε κάποιο αγνό νεανικό μου έρωτα