ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ಌ♥ڿڰۣ«ಌಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ♥ڿڰۣ«ಌ

ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Γύρω της βούρκος λάσπη βροχή ξεπλένει την τελευταία σταγόνα από τα μάτια της
Σέρνετε πάει όλο μπροστά σηκώνεται και πέφτει δεν νοιάζεται που περπατά θέλει να φεύγει φεύγει
Είναι πρωί η ποιο νωρίς τα σύννεφα το κρύβουν
Δεν νοιάζεται
Για εκείνη δεν υπάρχει ώρα χθές αύριο
Βιάζεται
Υπάρχει κάτι είναι ένας λόγος από το στόμα του είναι δυό μάτια τα μάτια του
Ψάχνει να δεί όχι μπροστά .
Μες την ψυχή της
Ψάχνει να δει πως θα γεμίσει το κενό
Είναι ψηλά φτάνει στο στόμα της αέρας απ τη θάλασσα γεμίζει την ψυχή με παγωνιά
Ακούει μια λέξη για μιας ζωής ολόκληρης το τέρμα
Αντίο συγχώρα με έτσι είναι η ζωή
Μες το μυαλό σταμάτησε ο χρόνος θαρρείς πως πάγωσε ή πως θα αλλάξει η ζωή της.
Ίσως δεν άκουσε καλά , μα όχι το ακούει πάλι της είπε αντίο
Σταμάτησε πια δεν μπορεί να προχωρά πάνω στα βράχια
Ατενίζει το χάος .
Κλείνει τα μάτια ,κάπου βαθιά στον ουρανό σαν μια κορνίζα ένα χαμόγελο όλο δροσιά .
Όχι για εκείνη έχει παγώσει της λείπει φως και ζεστασιά
Είναι κι ο ήλιος.
Βγήκε φοβισμένος και κοιτά μέσα απ’ τα σύννεφα κάπου κλεφτά περνά από πάνω της καμιά αδέσποτη αχτίδα
Κλαίει ξανά και είναι τα δάκρυα θολά απ το χώμα , έχει κουράγιο αργά αργά το σώμα της σηκώνει πάει μπροστά όσο μπορεί να προχωρά θέλει να φεύγει φεύγει
Κάτι γυαλίζει θέλει να δει και σκύβει
Μα δεν αντέχει πέφτει ένα παλιό και άχρηστο κομμάτι από καθρέφτη
Κοιτάει μέσα την σπασμένη της εικόνα .σιγά σιγά με τα κομμάτια της ενώνει την μορφή της
Χαμογελά όχι σπασμένα ένα χαμόγελο χωρά μες το γυαλί
Τυφλώθηκε τα μάτια της αντίκρισαν τον ήλιο
Πρώτη φορά τον είδε από το πρωί
Είδε και αίμα λίγο δίπλα από τα χείλη
Που τριγυρνά έχει δουλειά κι η μάνα της τα’ αδέρφια της οι φίλες της και το μικρό γατάκι πόσο πονούν τους είπε αντίο
Πως θα γελούν όταν ξανά την αντικρύσουν βγήκε στο δρόμο ξέρει που πάει
Βλέπει μονάχα μπρος της.
Πίσω το χθες θα το ξεχάσει πονά στο στήθος της μα πάλι θα περάσει
Μακριά αντίκρισε το σπίτι της κλαίει απ τη χαρά της
Νοιώθει τη ζέστη τα φιλιά νοιώθει την αγκαλιά της
Γεμάτη ανθρώπους με καρδιά γεμάτη και η καρδιά της

Τ’ ΑΝΕΜΟΥ ΌΝΕΙΡΟ


Πέταξα πήρα τ’ ανέμου όνειρο
και το έκανα στα χέρια μου πεταλούδες
πήρα σταγόνες απ’ τα σύννεφα και ξεδίψασα .

Άνοιξα τις πύλες εκεί στον ήσυχο ήλιο
και μπήκε το φώς άπλετο μες το μυαλό μου
Κι έμεινε εκεί και με θαμπώνει

Πέταξα πήγα μακριά
στην άκρη των ονείρων και των πεταμένων αναμνήσεων
Κι άπλωσα πάνω απ’ τον κόσμο τα φτερά μου

Ήτανε όλα αυτά που θες κρυμμένα ξέρεις πού?
Πάνω σε κείνη τη μικρή ακτή
εκείνη που φεγγίζει στο σκοτάδι
και σαν την ψάχνεις χάνεται μα φαίνεται ξανά αλλού

Εκείνη που σου μοιάζει και μου μοιάζει
και ζητά μέσα στη νύχτα που πουλάν φωτιές
να κάψει όλα τα’ άφθαστα τα μύρια τα μεγάλα τα όλα δόξα και μαυρίλα
.
Εκείνα που συχνά είναι μπροστά σου και σου γνέφουν
εκείνα που σε κλείνουν σε ένα κύκλο
και σαν δουν πως πας στο χάος φεύγουν

Κι ύστερα πιο εκεί πολύ κοντά
ένας μικρός χορταριασμένος κήπος
και στη μέση χαμηλά πίσω απ’ τα χόρτα μια μονάχα .

Σαν νεράιδα σε χορό μασκέ η μαργαρίτα
θαρρείς πως κρύβει ότι απέμεινε στη φύση απ’ τη χαμένη ομορφιά

Πέταξα πήγα εκεί που του ουρανού τα χείλη
ακουμπούν τη γη κι ανθίζουνε
λουλούδια χίλια

εκεί που της νύχτας το δάκρυ ξεδιψά νεράιδες
κι άλλα τέτοια ξωτικά και νύφες

κι έσκυψα και ξεδίψασα κι εγώ

κι έκλαψα ,έκλαψα πολύ σαν το παιδί, και σαν μπορείς κλάψε και συ
κι άσε το δάκρυ σου να τρέξει,
να πέσει εκεί και να ποτίσει την ξερή την έρμη γή

ν’ ανθίσει μη χαθεί.